Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὸ σιμόν

См. также в других словарях:

  • Σιμόν Ζυλ — (Simon). Γάλλος φιλόσοφος και πολιτικός (1814 1896). Εκλέχτηκε πολλές φορές βουλευτής και διακρίθηκε για τους δημοκρατικούς αγώνες του. Το 1852, αρνήθηκε ως καθηγητής της Σορβόνης, να δώσει τον όρκο που επέβαλε ο Ναπολέων Γ’, και αποχώρησε από τη …   Dictionary of Greek

  • Σιμόν, Ριχάρδος — (Simon). Γάλλος ερμηνευτής της Γραφής (1638 1712). Είχε εξαιρετική μόρφωση. Ασχολήθηκε με το ιουδαϊκό πρόβλημα και κυρίως με τη μελέτη της ερμηνείας της Αγίας Γραφής. Το 1678 εκδόθηκε το βιβλίο του Κριτική ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • σιμόν — σῑμόν , σιμός snub nosed masc acc sg σῑμόν , σιμός snub nosed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σῖμον — Σῖμος Flat nose masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουέ, Σιμόν — (Simon Vouet, Παρίσι 1590 – 1649). Γάλλος ζωγράφος. Μυήθηκε στη ζωγραφική από τον πατέρα του Λοράν και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Ρώμη, όπου εγκαταστάθηκε το 1613. Ταξίδεψε στην Αγγλία (1605), στην Κωνσταντινούπολη (1611) και στη Βενετία… …   Dictionary of Greek

  • Μπολιβάρ, Σιμόν — (Simon Bolivar, Καράκας 1783 – Σάντα Μάρθα, Κολομβία 1830). Βενεζουελανός πατριώτης, στρατηγός και πολιτικός. Ένας από τους κυριότερους πρωταγωνιστές της χειραφέτησης της Νότιας Αμερικής από την ισπανική αποικιακή κυριαρχία. Από αριστοκρατική… …   Dictionary of Greek

  • Αζαρίν, Σιμόν — (; – 1665). Ρώσος μοναχός στο μοναστήρι Τροΐτσα Σεργκιέβα, συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων. Με εντολή του τότε τσάρου συμπλήρωσε το ιστορικό έπος Η ζωή του απαράμιλλου Σεργκέι Ροντονέζκι. Στα έργα του συγκαταλέγεται και η Διήγηση για την… …   Dictionary of Greek

  • Βαν ντερ Μέερ, Σιμόν — (Simon Van Der Meer,Χάγη 1925 –). Ολλανδός μηχανικός. Εξαιτίας της γερμανικής κατοχής και της αναστολής λειτουργίας των ολλανδικών πανεπιστημίων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ξεκίνησε τις πανεπιστημιακές σπουδές του το 1945, σε ηλικία είκοσι ετών …   Dictionary of Greek

  • Βέιλ, Σιμόν — I (Simone Weil, Γαλλία 1909 – Άσορντ Κεντ, Αγγλία 1943). Γαλλίδα φιλόσοφος και συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία, κλασική φιλολογία και φυσική. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγήτρια φιλοσοφίας σε σχολεία μέσης εκπαίδευσης της Γαλλίας και κατά τη διετία… …   Dictionary of Greek

  • Βέστεϊκ, Σίμον — (Simon Vestdijk, Χάρλινγκεν 1898 – Ουτρέχτη 1971). Ολλανδός συγγραφέας. Αφού πήρε το πτυχίο της ιατρικής στο Άμστερνταμ (1927), έκανεένα ταξίδι στις Ινδίες, ως γιατρός πλοίου. Στη συνέχεια ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη λογοτεχνία. Από τους πιο… …   Dictionary of Greek

  • Λαπλάς, Πιερ Σιμόν ντε- — (Pierre Simon de Laplace, Μπομόν αν Οζ 1749 – Παρίσι 1827). Γάλλος αστρονόμος και μαθηματικός. Το 1767 μετέβη στο Παρίσι, μετά από πρόσκληση του Ζαν Μπατίστ ντ’ Αλαμπέρ. Εκεί αναδείχθηκε σε έναν από τους διασημότερους επιστήμονες της εποχής του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»