-
1 σῑμός
σῑμός, 1) stumpfnasig, stülpnasig, mit einer oberwärts eingedrückten, unten aufgeworfenen Nase, wie die der Neger, Gegstz γρυπός; zuerst Her. 4, 23, nach dem alle Skythen σιμοί waren, wie nach Arist. probl. 33, 18 alle Kinder σιμοί sind; Ar. Eccl. 705; σιμότερος, 617; σιμὲ ῥίς, eine Stumpfnase, Plat. Theaet. 209 c; Theocr. 7, 79. 8, 50 nennt so auch die Bienen u. die Ziegen. – Well aber den stumpfnasigen Gesichtern ein gewisser spöttischer, schnippischer Ausdruck eigen ist, und die gerümpfte Nase immer die Gestalt der aufgeworfenen annimmt, so ist σιμὰ γελᾶν = mit gerümpfter Nase spöttisch lachen, Mel. 91 (V, 177); vgl. σιμὰ σεσηρὼς μυχϑίζεις, 52 (V, 179); u. so vom Eros, 95 (V, 178). – 2) auch von andern Dingen, aufwärts gebogen, bergan, acclivis; σιμὸν χωρίον, Ar. Lys. 288; πρὸς τὸ σιμὸν ἀνατρέχειν, Xen. Hell. 4, 3, 23; Cyn. 6, 5. – 3) übh. eingebogen, was eine Höhlung oder Vertiefung hat, γαστὴρ σιμή, ein hohler, eingebogener Bauch, s. Xen. Cyr. 8, 4, 21; τὰ σιμὰ τοῠ ἥπατος, der untere, einwärts gebogene Theil der Leber; dah. concav, im Ggstz des Convexen, κυρτός.
-
2 προς-ανα-βαίνω
προς-ανα-βαίνω, noch dazu hinan- od. hinausschreiten, -steigen; τὸ σιμόν, Plat. com. bei Schol. Ar. Lys. 288; πρὸς τὰς πέτρας, Arist. H. A. 9, 21; von Reitern, noch dazu zu Pferde steigen, Xen. Hipp. 1, 12 u. Sp.; vom Fluß, anschwellen, Pol. 3, 72, 4, vgl. 4, 39, 8; übtr., τῷ 'Ρωμύλῳ, Plut. Thes. 1, in der Erzählung bis auf R. hinansteigen.
См. также в других словарях:
Σιμόν Ζυλ — (Simon). Γάλλος φιλόσοφος και πολιτικός (1814 1896). Εκλέχτηκε πολλές φορές βουλευτής και διακρίθηκε για τους δημοκρατικούς αγώνες του. Το 1852, αρνήθηκε ως καθηγητής της Σορβόνης, να δώσει τον όρκο που επέβαλε ο Ναπολέων Γ’, και αποχώρησε από τη … Dictionary of Greek
Σιμόν, Ριχάρδος — (Simon). Γάλλος ερμηνευτής της Γραφής (1638 1712). Είχε εξαιρετική μόρφωση. Ασχολήθηκε με το ιουδαϊκό πρόβλημα και κυρίως με τη μελέτη της ερμηνείας της Αγίας Γραφής. Το 1678 εκδόθηκε το βιβλίο του Κριτική ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης στο οποίο… … Dictionary of Greek
σιμόν — σῑμόν , σιμός snub nosed masc acc sg σῑμόν , σιμός snub nosed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σῖμον — Σῖμος Flat nose masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βουέ, Σιμόν — (Simon Vouet, Παρίσι 1590 – 1649). Γάλλος ζωγράφος. Μυήθηκε στη ζωγραφική από τον πατέρα του Λοράν και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Ρώμη, όπου εγκαταστάθηκε το 1613. Ταξίδεψε στην Αγγλία (1605), στην Κωνσταντινούπολη (1611) και στη Βενετία… … Dictionary of Greek
Μπολιβάρ, Σιμόν — (Simon Bolivar, Καράκας 1783 – Σάντα Μάρθα, Κολομβία 1830). Βενεζουελανός πατριώτης, στρατηγός και πολιτικός. Ένας από τους κυριότερους πρωταγωνιστές της χειραφέτησης της Νότιας Αμερικής από την ισπανική αποικιακή κυριαρχία. Από αριστοκρατική… … Dictionary of Greek
Αζαρίν, Σιμόν — (; – 1665). Ρώσος μοναχός στο μοναστήρι Τροΐτσα Σεργκιέβα, συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων. Με εντολή του τότε τσάρου συμπλήρωσε το ιστορικό έπος Η ζωή του απαράμιλλου Σεργκέι Ροντονέζκι. Στα έργα του συγκαταλέγεται και η Διήγηση για την… … Dictionary of Greek
Βαν ντερ Μέερ, Σιμόν — (Simon Van Der Meer,Χάγη 1925 –). Ολλανδός μηχανικός. Εξαιτίας της γερμανικής κατοχής και της αναστολής λειτουργίας των ολλανδικών πανεπιστημίων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ξεκίνησε τις πανεπιστημιακές σπουδές του το 1945, σε ηλικία είκοσι ετών … Dictionary of Greek
Βέιλ, Σιμόν — I (Simone Weil, Γαλλία 1909 – Άσορντ Κεντ, Αγγλία 1943). Γαλλίδα φιλόσοφος και συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία, κλασική φιλολογία και φυσική. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγήτρια φιλοσοφίας σε σχολεία μέσης εκπαίδευσης της Γαλλίας και κατά τη διετία… … Dictionary of Greek
Βέστεϊκ, Σίμον — (Simon Vestdijk, Χάρλινγκεν 1898 – Ουτρέχτη 1971). Ολλανδός συγγραφέας. Αφού πήρε το πτυχίο της ιατρικής στο Άμστερνταμ (1927), έκανεένα ταξίδι στις Ινδίες, ως γιατρός πλοίου. Στη συνέχεια ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη λογοτεχνία. Από τους πιο… … Dictionary of Greek
Λαπλάς, Πιερ Σιμόν ντε- — (Pierre Simon de Laplace, Μπομόν αν Οζ 1749 – Παρίσι 1827). Γάλλος αστρονόμος και μαθηματικός. Το 1767 μετέβη στο Παρίσι, μετά από πρόσκληση του Ζαν Μπατίστ ντ’ Αλαμπέρ. Εκεί αναδείχθηκε σε έναν από τους διασημότερους επιστήμονες της εποχής του… … Dictionary of Greek